- ἐμφράσσονται
- ἐμφράσσωbar a passagepres ind mp 3rd plἐμφράσσωbar a passagepres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εμφρακτήρας — ο ειδικό όργανο ή τεμάχιο μετάλλου, σκύτους, καουτσούκ κ.λπ., με το οποίο εμφράσσονται οπές μηχανημάτων για παρεμπόδιση διαφυγής αερίου ή υγρού … Dictionary of Greek